- θερμοτροπισμός
- Τροπισμός υπό την επίδραση της θερμότητας. Βλ. λ. τροπισμός.
* * *οβιολ. κινητήρια προσανατολισμένη αντίδραση που προκαλείται από την παρουσία μιας διαβάθμισης τής θερμοκρασίας στο περιβάλλον τού οργανισμού.[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. thermotropism < thermo (πρβλ. θερμ[ο]-*) + tropism (πρβλ. -τροπισμός < τρόπος)].
Dictionary of Greek. 2013.